- μεταφύτευση
- Στη γεωργία και στην κηπουρική αφορά την εξαγωγή φυτών, νεαρής κυρίως ηλικίας, από το έδαφος (με τις ρίζες τους και συχνά με σβώλο χώματος), με σκοπό να φυτευθούν σε άλλη θέση, ολοκληρώνοντας εκεί πλέον την ανάπτυξή τους. Συχνά, οι μ. είναι περισσότερες από μία και διακρίνονται σε προσωρινές και οριστικές.
Η μ. εφαρμόζεται ειδικά στις καλλιέργειες ποωδών φυτών (ανθοκομικών ή λαχανοκομικών), γιατί επιτρέπει την πρώιμη σπορά τους στο σπορείο και τη μετέπειτα επιλογή τους κατά τη μ. Στην καρποφόρα και καλλωπιστική δενδροκομία και, γενικά, όταν πρόκειται για ξυλώδη φυτά, η μ. πραγματοποιείται σε φυτά φυτωρίου, που άλλοτε προέρχονται από σπόρο και άλλοτε από μόσχευμα ή εναέρια καταβολάδα. Η μ. χρησιμοποιείται συχνά ως μέσο επιβράδυνσης της ανάπτυξης ενός φυτού και ακόμα πιο πολύ της ανθοφορίας και καρποφορίας του, ανάλογα βέβαια με τις απαιτήσεις της αγοράς και τις κλιματολογικές συνθήκες. Η μ. πραγματοποιείται είτε με τα χέρια και τη βοήθεια ειδικών εργαλείων (λιογάρι, φυτευτήρι κλπ.) είτε με ειδικές αυτόματες ή ημιαυτόματες φυτευτικές μηχανές· οι τελευταίες χρησιμοποιούνται κυρίως στο ρύζι, στις πατάτες, στον καπνό, στον αραβόσιτο και στα λαχανικά.
* * *η (Μ μεταφύτευσις) [μεταφυτεύω]νεοελλ.1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταφυτεύω, η απόσπαση φυτού από ένα μέρος και η εκ νέου φύτευσή του σε άλλο2. ιατρ. μεταμόσχευση3. (στην οδοντιατρική) εμφύτευση φυσικού δοντιού στο φατνίο άλλου δοντιού4. μτφ. μετάδοση ιδεών, γνώσεων ή εθίμων ενός τόπου σε άλλον τόπο («η μεταφύτευση τών ιδεών τού Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στην Ελλάδα επηρέασε σημαντικά τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό»)μσν.μεταφυτεία.
Dictionary of Greek. 2013.